- πολύγραφο
- το гектограф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κηρόχαρτο — το μεμβράνη που αποτελείται από λεπτό φύλλο χαρτιού επαλειμμένο με κηρώδη ουσία και η οποία χρησιμοποιείται ως μήτρα για τον πολλαπλασιασμό αντιγράφων στον πολύγραφο, αφού προηγουμένως γραφεί πάνω της με τα πλήκτρα γραφομηχανής ή χαραχθεί με… … Dictionary of Greek
μουντζουρώνω — και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) [μουντζούρα] αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση νεοελλ. 1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία 2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα,… … Dictionary of Greek
πολυγράφηση — η, Ν [πολυγραφώ] εκτύπωση κειμένου με πολύγραφο … Dictionary of Greek
πολυγραφικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πολυγράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
πολυγραφώ — πολυγραφῶ, έω, ΝΜΑ [πολυγράφος] 1. γράφω πολύ 2. γράφω πολλά νεοελλ. εκτυπώνω σε πολύγραφο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
πολυγράφηση — η η λήψη ή παραγωγή πολλών αντιγράφων με πολυγράφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυγραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πολυγράφο: Πολυγραφικό μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυγραφώ — πολυγράφησα, πολυγραφήθηκα, πολυγραφημένος, παράγω πολλά αντίγραφα με πολυγραφικό μηχάνημα, με πολύγραφο: Πολυγραφημένες σημειώσεις ιστορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)